ζεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεια | οι | ζειες |
γενική | της | ζειας | των | ζειων |
αιτιατική | τη | ζεια | τις | ζειες |
κλητική | ζεια | ζειες | ||
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο. | ||||
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεια < αρχαία ελληνική ζειά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεια θηλυκό
- άλλη μορφή του ζεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νια' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς τόνο στη γραφή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)