ζελατινοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζελατινοποίηση | οι | ζελατινοποιήσεις |
γενική | της | ζελατινοποίησης* | των | ζελατινοποιήσεων |
αιτιατική | τη | ζελατινοποίηση | τις | ζελατινοποιήσεις |
κλητική | ζελατινοποίηση | ζελατινοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζελατινοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζελατινοποίηση < ζελατινοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gelatinization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζελατινοποίηση θηλυκό
- η διόγκωση του αμύλου σε διάφορα τρόφιμα, μέσω της προσρόφησης νερού
- ※ Η ζελατινοποίηση με πλούσιο σε αμυλόζη αλεύρι δίνει ζελέ με ισχυρή μηχανική και θερμική αντοχή που καταστρέφεται δυσκολότερα. (εφ. Το Βήμα, 4/1/2014)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζελατινοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)