ζελατινοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζελατινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζελατινοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ζελατινοποιημένος
- που έχει υποστεί ζελατινοποίηση
- ※ Το «ζελατινοποιημένο άμυλο», που μερικές φορές αναγράφεται και σε συσκευασίες, δεν είναι δηλαδή κάτι τόσο επικίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή, αρκεί να έχει πραγματοποιηθεί κάτω από ομαλές συνθήκες. (εφ. Το Βήμα, 4/1/2014)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζελατινοποιημένος
|