ζενερίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζενερίκ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η παράθεση των συντελεστών κινηματιγραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής παραγωγής στην αρχή ή στο τέλος· τα «γράμματα»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζενερίκ
|