ζενερίκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζενερίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική générique

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζενερίκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]