ζενερίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζενερίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική générique

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζενερίκ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η παράθεση των συντελεστών κινηματoγραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής παραγωγής στην αρχή ή στο τέλος· τα «γράμματα»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζενερίκ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)