ζερβόδεξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζερβόδεξος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που γράφει και με τα δύο χέρια εξίσου καλά (ή τα χρησιμοποιεί και για άλλες ενέργειες)
- κρητικός χορός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζερβόδεξος
|