ζερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική zéro[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζερό ουδέτερο άκλιτο
- το μηδέν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζερό
→ δείτε τη λέξη μηδέν |
- ↑ ζερό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας