ζεσταμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεσταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ζεσταμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ζεσταίνομαι