ζεστοκοπιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζεστοκοπιέμαι, π.αόρ.: ζεστοκοπήθηκα, μτχ.π.π.: ζεστοκοπημένος
- παθητική φωνή του ρήματος ζεστοκοπάω / ζεστοκοπώ