ζευγαροπλεχτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζευγαροπλεχτός η ζευγαροπλεχτή το ζευγαροπλεχτό
      γενική του ζευγαροπλεχτού της ζευγαροπλεχτής του ζευγαροπλεχτού
    αιτιατική τον ζευγαροπλεχτό τη ζευγαροπλεχτή το ζευγαροπλεχτό
     κλητική ζευγαροπλεχτέ ζευγαροπλεχτή ζευγαροπλεχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζευγαροπλεχτοί οι ζευγαροπλεχτές τα ζευγαροπλεχτά
      γενική των ζευγαροπλεχτών των ζευγαροπλεχτών των ζευγαροπλεχτών
    αιτιατική τους ζευγαροπλεχτούς τις ζευγαροπλεχτές τα ζευγαροπλεχτά
     κλητική ζευγαροπλεχτοί ζευγαροπλεχτές ζευγαροπλεχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζευγαροπλεχτός < ζευγάρι + -ο- + πλεχτός

Επίθετο[επεξεργασία]

ζευγαροπλεχτός, -ή, -ό

1)Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
2)μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
3)λυπητερά,
4)πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
5)Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
6)και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]