ζευγαρωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζευγαρωτά < ζευγαρωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζευγαρωτά
- δύο δύο, ανά δύο
- αυτός ο χορός χορεύεται ζευγαρωτά
- προχώρησαν ζευγαρωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζευγαρωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζευγαρωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζευγαρωτό