ζευγαρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζευγαρωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ζευγαρωτός Αυτός που υπάρχει, είναι, γίνεται κατα ζεύγη.
ζευγαρωτός Αυτός που υπάρχει, είναι, γίνεται κατα ζεύγη.