ζεύγλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεύγλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζεύγλα θηλυκό

  • ξύλινο κατασκεύασμα για ζεύξη βοδιών προς άρωση.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]