ζηλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζηλεύω < αρχαία ελληνική ζηλεύω < ζηλόω-ῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ζηλεύω
- διακατέχομαι από παροδικά ή μόνιμα συναισθήματα ζήλιας, κτητικότητας απέναντι στον ερωτικό μου σύντροφο
- ο άντρας της τη ζηλεύει τόσο πολύ, που παύει να είναι κολακευτικό και γίνεται ενοχλητικό
- ανταγωνίζομαι διαρκώς κάποιον και επιθυμώ να πετύχω ή να έχω ό,τι κι αυτός
- είναι πολύ συνηθισμένο τα αδέλφια να ζηλεύουν το ένα το άλλο
- επιθυμώ, νιώθω την παρόρμηση να αποκτήσω κάτι που μου αρέσει πολύ
- είδα στη βιτρίνα ένα ωραίο ρούχο και το ζήλεψα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζηλεύω