ζημιογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.mi.oˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐μι‐ο‐γό‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
ζημιογόνος, -ος / -α, -ο
- που ζημιώνει, προκαλεί ζημία
- ↪το κάπνισμα είναι ζημιογόνο για την υγεία
- (ειδικότερα) που αφορά αρνητικό ισοζύγιο εσόδων
- ↪ το σφάλμα της διοίκησης απέβη ζημιογόνο για την εταιρεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζημιογόνος