ζημιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζημιόω < ζημία

Ρήμα[επεξεργασία]

ζημιόω / ζημιῶ

  1. προκαλώ βλάβη, απώλεια, ζημιώνω
  2. τιμωρώ (και παθητικό, τιμωρούμαι) με πρόστιμο

Πηγές[επεξεργασία]