ζημιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζημιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζημιώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ζημιώνομαι, πρτ.: ζημιωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ζημιωθώ, αόρ.: ζημιώθηκα, μτχ.π.π.: ζημιωμένος
- υφίσταμαι ζημία, οικονομική ή άλλη, βλάπτονται τα συμφέροντά μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζημιώνομαι
|