ζητητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζητητής οι ζητητές
      γενική του ζητητή των ζητητών
    αιτιατική τον ζητητή τους ζητητές
     κλητική ζητητή ζητητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζητητής < αρχαία ελληνική ζητητής (εφοριακός της αρχαίας Αθήνας που εντόπιζε οφειλέτες του δημοσίου)< ζητέω-ζητῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζητητής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζητητής < ζητέω-ζητῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζητητής αρσενικό

  1. ερευνητής, εξεταστής, αυτός που αναζητεί ή επιζητεί κάτι
  2. (στον πληθυντικό) τα μέλη της δημόσιας αρχής που ανεύρισκαν τους οφειλέτες του Δημοσίου ή αυτούς που καταπατούσαν δημόσια γη στην αρχαία Αθήνα