ζητητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζητητικός < αρχαία ελληνική ζητητικός < ζητητής < ζητέω
Επίθετο[επεξεργασία]
ζητητικός
- (λόγιο) που ζητά, αναζητά ή διερευνεί κάτι (πνευματικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ζητώ