ζητούμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζητούμενο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζητούμενον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζητούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ζητῶ (ζητέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ziˈtu.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐τού‐με‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζητούμενο ουδέτερο
- ο στόχος, το αντικείμενο για το οποίο διενεργείται μια έρευνα, μια συζήτηση ή αναπτύσσεται ένα θέμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ζητούμενο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζητούμενος
Πηγές
[επεξεργασία]- ζητούμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζητούμενο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)