ζιλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζελέ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Δύο άνδρες που φορούν κόκκινο ζιλέ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζιλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική gilet < ισπανική gileco < αραβική جَلِيقَة (jalīqa)[1] ' < οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek). Δείτε και περσική جلیقه (jeliqe)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ziˈle/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζι‐λέ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζιλέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]