ζιλεδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιλεδάκι | τα | ζιλεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζιλεδάκι | τα | ζιλεδάκια |
κλητική | ζιλεδάκι | ζιλεδάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζιλεδάκι < ζιλέ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.lε.ˈða.ki/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζιλεδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ζιλέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζιλεδάκι