ζιπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ζιπάρω
- (αργκό, πληροφορική) αποθηκεύω πολλά αρχεία σε ένα συμπιέζοντάς τα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζιπάρω
|