ζορίζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζορίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζορίζω < ζόρι
Ρήμα
[επεξεργασία]ζορίζομαι, πρτ.: ζοριζόμουν, στ.μέλλ.: θα ζοριστώ, αόρ.: ζορίστηκα, μτχ.π.π.: ζορισμένος
- αντιμετωπίζω δυσκολίες, δυσκολεύομαι να αντεπεξέλθω σε συγκεκριμένο έργο ή να αντιμετωπίσω αντίξοες συνθήκες
- το αυτοκίνητο είναι μικρό και ζορίζεται στην ανηφόρα
- ζορίζομαι οικονομικά τώρα τελευταία