Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζορίζομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζορίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζορίζω < ζόρι

ζορίζομαι, πρτ.: ζοριζόμουν, στ.μέλλ.: θα ζοριστώ, αόρ.: ζορίστηκα, μτχ.π.π.: ζορισμένος

το αυτοκίνητο είναι μικρό και ζορίζεται στην ανηφόρα
ζορίζομαι οικονομικά τώρα τελευταία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]