ζοριλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zo.ɾiˈli.ði.kos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ζοριλίδικος, -η, -ο
- (προφορικό) άλλη μορφή του ζόρικος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζοριλίδικος
|