ζορμπαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζορμπαλίκι ουδέτερο
- αυταρχική και καταπιεστική συμπεριφορά, αυθαιρεσία
- ※ H φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... (λόγια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη προς τον Παύλο Νιρβάνα, κατά τη διάρκεια της φωτογράφησής του το 1906.)
- ※ Κατά τον Τριανταφυλλόπουλο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργούσε καινούργιες λέξεις με το ζορμπαλίκι του αυθεντικού γλωσσοπλάστη (Το ΒΗΜΑ, 10/10/2004.)
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζορμπαλίκι