ζουζουνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουζουνίζω < ζουζούνι + -ίζω < (ηχομιμητική λέξη) (ζζζ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ζουζουνίζω

  1. (για έντομα) παράγω έναν ήχο (ζζζ) κατά το πέταγμα
    Οι μέλισσες ζουζουνίζουν και μαζεύουν τον χυμό των λουλουδιών για να τον κάνουν μέλι
  2. κάνω χαριτωμένες σκανταλιές
  3. ενοχλώ, πειράζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]