ζουζούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουζούνα | οι | ζουζούνες |
γενική | της | ζουζούνας | — | |
αιτιατική | τη | ζουζούνα | τις | ζουζούνες |
κλητική | ζουζούνα | ζουζούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζουζούνα θηλυκό
- (προσφώνηση) (οικείο) χαϊδευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ζουζούνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζουζούνα
|