ζουλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zuˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζου‐λά‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]ζουλάω/(ζουλώ), πρτ.: ζουλούσα/ζούλαγα, αόρ.: ζούλησα/ζούληξα, παθ.φωνή: ζουλιέμαι, π.αόρ.: ζουλήχτηκα/ζουλήθηκα, μτχ.π.π.: ζουλημένος/ζουληγμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ζούλα
- ζούληγμα / ζούπηγμα
- ζούλισμα < ζουλίζω & ζούπισμα < ζουπίζω
- ζουπάω & συγγενικά
- → δείτε και τις λέξεις ζαβολιά και διάβολος
Δε σχετίζεται το ζουλάπι.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ.[2]
- → λείπει η κλίση κλίση «ζουπάω» με διπλούς τύπους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ζουλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Δείτε τα σχόλιά της στο #ζουπάω