ζουμί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζουμί | τα | ζουμιά |
γενική | του | ζουμιού | των | ζουμιών |
αιτιατική | το | ζουμί | τα | ζουμιά |
κλητική | ζουμί | ζουμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζουμί < ζωμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζουμί ουδέτερο
- ο ζωμός, το υγρό που περιέχει εκτός από νερό τις θρεπτικές ουσίες του κρέατος ή του ψαριού που έβρασε μέσα σ' αυτό
- (μεταφορικά) στον πληθυντικό, τα δάκρυα
- την πιάσανε τα ζουμιά: έβαλε τα κλάματα
- (μεταφορικά) η ουσία, κάτι που χαρακτηρίζεται από πυκνότητα ιδεών