ζουπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζουπίζω < μεσαιωνική ελληνική < *διοπίζω < διά + ὀπίζω (στείβω για να βγάλω τον ὀπόν, το χυμό)· την τροπή του δι σε ζ παρατηρούμε και στα διυλίζω / ζουπίζω, διαβολιά / ζαβολιά

ζουπίζω

→ δείτε τη λέξη ζουπώ