Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζούδιαρης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζούδιαρης οι ζουδιάρηδες
      γενική του ζούδιαρη των ζουδιάρηδων
    αιτιατική τον ζούδιαρη τους ζουδιάρηδες
     κλητική ζούδιαρη ζουδιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζούδιαρης < ζούδι + -άρης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

ζούδιαρης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]