ζούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζούλα οι ζούλες
      γενική της ζούλας
    αιτιατική τη ζούλα τις ζούλες
     κλητική ζούλα ζούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Δε συνηθίζεται στο πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζούλα < ζουλ(άω)/(ώ) + κατάληξη θηλυκού
  • για την κατσίκα < ζώο + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζού‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζούλα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η μυστικότητα
  2. (ιδιωματικό) η κατσίκα[1]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ζούλα

  • (λαϊκότροπο) μυστικά, κρυφά, με μυστικό τρόπο, χωρίς να το καταλάβουν οι υπόλοιποι
    ζούλα σε μία βάρκα μπήκα, από το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Μπάτη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζούλα

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.