ζούλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζούλια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζούλια θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) ζήλια
    Μια ζούλια σερνόταν κρυφή. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)