ζούλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζούλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζούλια θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) ζήλια
- Μια ζούλια σερνόταν κρυφή. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)