ζούμπερο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ζούμπερο | ζούμπερα |
γενική | ζούμπερου | ζούμπερων |
αιτιατική | ζούμπερο | ζούμπερα |
κλητική | ζούμπερο | ζούμπερα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζούμπερο < σλαβική zonbru
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζούμπερο ουδέτερο
- ζωύφιο
- (μεταφορικά) αηδιαστικός άνθρωπος
- ο μπουνταλάς, αυτός που δεν νιώθει
- (πληθυντικός) ζούμπερα: (κρητική διάλεκτος) τα ήμερα ζώα , συνήθως τα οικόσιτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζούμπερο