ζούρλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζούρλια οι ζούρλιες
      γενική της ζούρλιας
    αιτιατική τη ζούρλια τις ζούρλιες
     κλητική ζούρλια ζούρλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζούρλια < ζουρλός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζούρλια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ζουρλού, η τρέλα, η ιδιορρυθμία, η εκκεντρικότητα
  2. το πάθος για ένα πράγμα
    έχει ζούρλια με τη μουσική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]