ζυγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζυγωμένος, -η, -ο
- που έχει ζυγώσει, που έχει πλησιάσει (κάποιον ή κάτι), που συνηθίζει να ζει σε κάποιο περιβάλλον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυγωμένος
|