ζυμώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζυμώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυμώνω
- θα ζυμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυμώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ζυμώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζύμωση