ζωάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωάκι | τα | ζωάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζωάκι | τα | ζωάκια |
κλητική | ζωάκι | ζωάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωάκι < ζώο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ζώο
- το ζώο που είναι μικρό σε διαστάσεις ή ηλικία
- το άκακο ζώο, εκείνο που κάποιος θέλει να το προστατεύσει ανεξαρτήτως διαστάσεων και ηλικίας, που ομως από κάτι απειλείται
- (προσφώνηση) (μεταφορικά) (οικείο) προσφώνηση ερωτικής φύσεως σαν υποκοριστικό της ζωής. Όπως λ.χ Αντί για "μωρό μου" "μωράκι μου", ομοίως αντί για "Ζωή μου, ζωάκι μου"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)