ζωάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζωάνθρωπος | οι | ζωάνθρωποι |
γενική | του | ζωάνθρωπου & ζωανθρώπου |
των | ζωάνθρωπων & ζωανθρώπων |
αιτιατική | τον | ζωάνθρωπο | τους | ζωάνθρωπους & ζωανθρώπους |
κλητική | ζωάνθρωπε | ζωάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωάνθρωπος αρσενικό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωάνθρωπος
|