ζωάρκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωάρκεια < ελληνιστική κοινή ζωάρκεια < ζωαρκής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωάρκεια θηλυκό
- (λόγιο) ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ζωής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωάρκεια
|