ζωγραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωγραφώ < αρχαία ελληνική ζωγρᾰφέω / ζωγραφῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ζωγραφώ
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ζωγραφίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωγραφώ
|