ζωναράδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωναράδικος < ζωνάρι + -άδικος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωναράδικος αρσενικό

  • παραδοσιακός χορός από τη Θράκη στον οποίο οι χορευτές πιάνονται από τα ζωνάρια τους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]