ζωντάνεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωντάνεμα < ζωντανεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m][1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zonˈda.ne.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ντά‐νε‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωντάνεμα ουδέτερο
- η τόνωση, η ενίσχυση, η προσφορά ζωής, το ζωήρεμα
- ↪ το ζωντάνεμα των χρωμάτων
- ↪ το ζωντάνεμα της παρέας, συντροφιάς, συζήτησης
- το να γίνεται κάτι πιο αληθινό
- η ανάσταση
- το να ξαναβρίσκει κάποιος άνθρωπος τη ζωντάνια, τη ζωηράδα του μετά από ασθένεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξαναζωντάνεμα
- → και δείτε τη λέξη ζωντανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωντάνεμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ζωντάνεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ζωντάνεμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)