ζωοανθρωπονόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωοανθρωπονόσος < ζωο- + ανθρωπο- + νόσος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική zoonosis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωοανθρωπονόσος θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του ζωονόσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωοανθρωπονόσος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ζωο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)