ζωόγλοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωόγλοια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zoogloea < αρχαία ελληνική ζῷον + ελληνιστική κοινή γλοία / γλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωόγλοια θηλυκό
- (βιολογία) αποικία ή άθροισμα μυκητών ή / και μικροβίων, εντός γλοιώδους ουσίας, που τα συγκρατεί, πάνω σε υδάτινη επιφάνεια (στάσιμα ύδατα, ξίδι κ.λπ.),
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)