ζωός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωός, ή, όν
- ζωντανός
- οὐ ζωοῦ οὐδὲ θανόντος
- ζωὸν ἑλεῖν (να πιάσει αιχμάλωτο, να τον πιάσει ζωντανό)
- ἐν ἑκάστῳ δὲ πλοίῳ ὄνος ζωὸς ἔνεστι, ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλεῦνες- σε κάθε πλοίο είχαν πάντα και ένα ζωντανό γαϊδουράκι, στα μεγάλα παραπάνω (για να μεταφέρει τα εμπορεύματα στην ξηρά, σε καραβάνια)