ζωός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωός < ζάω-ζῶ (ίσως ζήω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ζωός, ή, όν

  1. ζωντανός
    οὐ ζωοῦ οὐδὲ θανόντος
    ζωὸν ἑλεῖν (να πιάσει αιχμάλωτο, να τον πιάσει ζωντανό)
    ἐν ἑκάστῳ δὲ πλοίῳ ὄνος ζωὸς ἔνεστι, ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλεῦνες- σε κάθε πλοίο είχαν πάντα και ένα ζωντανό γαϊδουράκι, στα μεγάλα παραπάνω (για να μεταφέρει τα εμπορεύματα στην ξηρά, σε καραβάνια)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ζώς στον Ομηρο στον Ηρόδοτο αλλά και σε άλλους
  • δωός στην Κρήτη
  • ζοός

Συγγενικά[επεξεργασία]