ζόρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
| γενική | του | ζοριού | των | ζοριών |
| αιτιατική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
| κλητική | ζόρι | ζόρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζόρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zor < περσική زور (zōr: δύναμη) < μέση περσική zwl (zōr)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζόρι ουδέτερο
- η άσκηση δύναμης πάνω σε ένα αντικείμενο
- αυτή βίδα δεν ξεβιδώνει με τίποτα, θέλει πολύ ζόρι
- η άσκηση ψυχολογικής πίεσης ή η χρήση απειλών
- μίλησέ του γλυκά, δε σηκώνει ζόρια αυτός
- η χρήση βίας
- αν δε μου δώσεις αυτό που θέλω, θα το πάρω με το ζόρι
- με το ζόρι: με τη βία, στανικώς
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- με το ζόρι παντρειά (δεν έχει)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση περσική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)