ζόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
γενική | του | ζοριού | των | ζοριών |
αιτιατική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
κλητική | ζόρι | ζόρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζόρι ουδέτερο
- η άσκηση δύναμης πάνω σε ένα αντικείμενο
- αυτή βίδα δεν ξεβιδώνει με τίποτα, θέλει πολύ ζόρι
- η άσκηση ψυχολογικής πίεσης ή η χρήση απειλών
- μίλησέ του γλυκά, δε σηκώνει ζόρια αυτός
- η χρήση βίας
- αν δε μου δώσεις αυτό που θέλω, θα το πάρω με το ζόρι
- με το ζόρι: με τη βία, στανικώς
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με το ζόρι παντρειά (δεν έχει)