ζόρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζόρισμα | τα | ζορίσματα |
γενική | του | ζορίσματος | των | ζορισμάτων |
αιτιατική | το | ζόρισμα | τα | ζορίσματα |
κλητική | ζόρισμα | ζορίσματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζόρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζορίζω
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ζόρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζόρισμα