ζύγιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύγιασμα τα ζυγιάσματα
      γενική του ζυγιάσματος των ζυγιασμάτων
    αιτιατική το ζύγιασμα τα ζυγιάσματα
     κλητική ζύγιασμα ζυγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζύγιασμα < ζυγιάζω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζύγιασμα ουδέτερο

  1. το ζύγισμα
  2. η εκτίμηση των θετικών και των αρνητικών πριν παρθεί μια απόφαση
  3. (για χαρταετούς) η φροντίδα για το σωστό μήκος των σκοινιών και της ουράς του χαρταετού ώστε αυτός να πετάξει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]