ζύμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζύμη | οι | ζύμες |
γενική | της | ζύμης | των | ζυμών |
αιτιατική | τη | ζύμη | τις | ζύμες |
κλητική | ζύμη | ζύμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζύμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζύμη[1] < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζύ‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζύμη θηλυκό

- (γαστρονομία) κάθε μείγμα που περιέχει κυρίως αλεύρι και νερό
- ※ Οι ψεύτικοι Έλληνες, με την ανατροφή αυτή, θα γίνουν Έλληνες αληθινοί, ― άνθρωποι, γιατί έχουν τη ζύμη για να γίνουν, μα τους λείπει η ανατροφή. (Ίων Δραγούμης, Ο ευγενικώτερα πολιτισμένος λαός, 1907)
[επεξεργασία]
- ζυμάρι
- ζυμαρικό
- ζυμοειδής
- ζυμομύκητας
- ζυμομυκητίαση
- ζυμοτεχνία
- ζυμοτεχνικά
- ζυμώνω
- ζυμωτής
- ζυμώτρα
- ζυμώτρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζύμη
[επεξεργασία]
- ↑ ζύμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ζύμη < ζέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζύμη θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)