ζύμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζύμη οι ζύμες
      γενική της ζύμης των ζυμών
    αιτιατική τη ζύμη τις ζύμες
     κλητική ζύμη ζύμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζύμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζύμη[1] < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύ‐μη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζύμη θηλυκό

ζύμη για ψωμί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζύμη < ζέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζύμη θηλυκό

  1. προζύμι
  2. μαγιά